καθετηριάζω — κάνω καθετηρίαση, βάζω καθετήρα σε φυσικό σωλήνα ή σε κοιλότητα τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς ή για εξέταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθετήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
καθετηρίαση — η εισαγωγή τού καθετήρα σε φυσικό σωλήνα ή σε κοιλότητα τού σώματος για εξέταση ή εξαγωγή υγρού ή για άλλο θεραπευτικό σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθετηριάζω. Η λ., στον λόγιο τύπο καθετηρίασις, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού… … Dictionary of Greek
καθετηρίζω — (Α) [καθετήρ] χρησιμοποιώ καθετήρα, καθετηριάζω … Dictionary of Greek
καθετηριασμός — ο καθετηρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθετηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
καταμηλώ — καταμηλῶ, όω (Α) 1. εξετάζω την πληγή βάζοντας τη μήλη 2. προκαλώ εμετό βάζοντας καθετήρα 3. μτφ. αναγκάζω με το δικαστήριο τον κλέφτη να αποδώσει, να «ξεράσει», τα κλοπιμαία 4. φρ. «καταμηλῶ τὰ έρια» βυθίζω το μαλλί σε βαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) … Dictionary of Greek
σοντάρω — Ν 1. καθετηριάζω 2. βυθομετρώ με τη σόντα 3. κάνω δειγματοληψία από τον βυθό τής θάλασσας 4. ενεργώ δειγματοληψία από σακί με προϊόντα, ιδίως σιτηρά 5. μτφ. διερευνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sondare «βυθομετρώ»] … Dictionary of Greek
υστερομετρώ — έω, Ν [υστερόμετρο] καθετηριάζω με υστερόμετρο την μήτρα … Dictionary of Greek
υστερομετρώ — υστερομέτρησα, υστερομετρήθηκα, υστερομετρημένος (ιατρ.), καθετηριάζω τη μήτρα με υστερόμετρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)